- παροίχομαι
- ΝΜΑφρ. «παρωχημένοι χρόνοι» — οι χρόνοι τού ρήματος που δηλώνουν ότι υπήρξε ή έγινε κάτι κατά το παρελθόν, δηλ. ο παρατατικός, ο αόριστος και ο υπερσυντέλικος, αλλ. παρελθοντικοί χρόνοιαρχ.1. έχω περάσει, πέρασα, παρήλθα, αναχώρησα («ἡ παροιχομένη νύξ» — η περασμένη νύχτα, Ηρόδ.)2. γίνομαι σαν νεκρός, εξαφανίζομαι, χάνομαι («παροίχομαι δείματι», Αισχύλ.)3. απομακρύνομαι από κάτι, απατώμαι, πλανώμαι («δύστανε, μοίρας ὅσον παροίχει» — δυστυχισμένε, πόσο απατημένος, πόσο μακριά είσαι στο να φαντασθείς τη συμφορά που έρχεται, Ευρ.)4. αμελώ, παραμελώ («παροίχεσθαι τῶν πραγμάτων», πάπ.)5. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ παροιχόμενατα παρελθόντα, τα περασμένα6. (η μτχ. αρσ.) ὁ παροιχόμενος, ὁ παρῳχηκώςο προειρημένος, αυτός που αναφέρθηκε προηγουμένως7. φρ. «τοὔστρακον παροίχεται» — πέρασε ο κίνδυνος τού εξοστρακισμού (Κρατίν.).[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + οἴχομαι «έχω φύγει, έχω πεθάνει»].
Dictionary of Greek. 2013.